Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019
Στην Λευκάδα βρίσκονται τα ολόπρωτα σημάδια
νεολιθικής ζωής στην Ελλάδα, κάπου 10.000 χρόνια π.χ. είναι τα χνάρια των
προϊστορικών ανθρώπων που ζήσανε στο νησί.
Οι πρώτοι κάτοικοι της Λευκάδας φαίνεται πως ήταν
Πελασγοί και πιο ύστερα Αρχαίοι. Τα χαλάσματα σ’ ένα μέρος του νησιού, τη
Νύδρο, δείχνουν έναν πρώιμο Μυκηναϊκό πολιτισμό.
Πόσο κράτησε αυτή η περίοδος δεν το ξέρουμε. Πολύ
πιο ύστερα από τον 3ο αιώνα π.χ. και πέρα, η ιστορία μας λέει πως η
Λευκάδα τράβηξε τα κακά που τραβήξανε και τα’ άλλα Επτάνησα. Την κατέλαβαν με
τη σειρά οι Μακεδόνες, η Ρώμη, το Βυζάντιο, οι Βενετοί. Ενδιάμεσα την πήρανε
για ένα διάστημα οι Τούρκοι κι έπειτα την ξαναπήραν οι Βενετοί που την
κρατήσανε ως το τέλος του 18ου αιώνα. Κατόπιν, για 11 χρόνια,
ακολούθησαν και άλλες απανωτές κυριαρχίες που είναι περιττό να τις ξαναπούμε.
Η πόλη της Λευκάδας βρίσκεται στην άκρη της
λιμνοθάλασσας που περιβάλλει το νησί. Εκεί είναι και το φυσικό λιμάνι της. Μέσα
στη λιμνοθάλασσα, είναι χτισμένο το Μεσαιωνικό φρούριο της Αγίας Μαύρας, δίπλα
στο εκκλησάκι της Αγίας Μαύρας που έδωσε το όνομα της στο Κάστρο και σε όλο το
νησί.
Μύθους και θρύλους έχει πολλούς η Λευκάδα. Ένας από
τους πιο γνωστούς είναι ο μύθος για το ακρωτήρι του Λευκάτα. Είναι ένα ακρωτήρι
γκρεμός. Τον αρχαίο καιρό στην κορυφή του Κάβου βρισκόταν ο ναός του Λευκάτα
Απόλλωνα. Από κει πάνω γκρέμιζαν οι αρχαίοι Έλληνες όσους υποπτεύονταν πως
είχαν κάνει κάποιο έγκλημα. Ήταν σίγουροι πως οι θεοί δεν θα άφηναν ποτέ να
χαθεί ένας αθώος. Μόνο οι ένοχοι θα βρίσκανε το θάνατο που τους άξιζε. Το
γκρέμισμα από το ακρωτήρι ήταν σαν να πούμε μια θεία δίκη που ξεχώριζε τον αθώο
από τον ένοχο.
Τον αρχαίο αυτό μύθο μας τον παρουσιάζει η αρχαία
παράδοση λίγο πιο αλλαγμένο. Λέει πως μια φορά κι έναν καιρό βασίλευε στη
Λευκάδα μια βασίλισσα πολύ καλή και δίκαιοι. Αυτή έκανε νόμο πως όποια γυναίκα
ήθελε να κάνει λάθος, θα την γκρέμιζαν από τον Κάβο. Και να δεις που έκανε ο θεός να
κάνει λάθος αυτή πρώτη. Παρ’ όλο που την παρακαλούσαν να μην πηδήξει, η βασίλισσα
για να δώσει το καλό παράδειγμα έπεσε από την κορυφή του Κάβου. Πολλοί είχαν
μαζευτεί κάτω από τον Κάβο την ώρα που γκρεμιζόταν και κρατούσαν παπλώματα για
να την γλυτώσουν, και να μην πέσει στο πέλαγος. Αλλά στάθηκε αδύνατο να την
σώσουν. Η βασίλισσα έπεσε στη θάλασσα, εκεί μπροστά στα μάτια τους, και
πνίγηκε. Από τότε τον Κάβο τον λένε Κάβο της Κυράς.
Όμως ο Κάβος δεν έχει μόνο αυτό το όνομα. Λέγεται
και «άλμα της Σαπφώς», δηλαδή πήδημα της Σαπφώς. Σύμφωνα μ’ έναν αρχαίο θρύλο,
η μεγάλη ποιήτρια της Λέσβου αυτοκτόνησε πέφτοντας από την κορυφή του Κάβου ,
στη θάλασσα. Αγαπούσε απελπισμένα τον Φάονα που της έδειχνε αδιαφορία. Βαθιά
θλιμμένη, έπεσε από τον Κάβο στο πέλαγος και πνίγηκε.
Είναι κι ένα μυθικό πουλί στη Λευκάδα, που δε
μοιάζει με κανένα άλλο πουλί και φωνάζει ολοένα. Κάποτε ήταν άνθρωπος αυτό το
πουλί και λεγόταν Μήτρος. Είχε κι έναν μικρότερο αδερφό που τον λέγανε Γιώργο.
Ήταν και οι δυο πλούσιοι βαλμάδες κι ο Μήτρος, που ήταν θυμωσιάρης κι άγριος, έβανε
πάντα τον Γιώργο να φυλάει τ’ άλογα. Ο Γιώργος ήταν καλός κι υπέφερε χωρίς να
παραπονιέται ότι του έκανε ο αδερφός του.
Μια φορά είχαν να πουλήσουν οχτώ άλογα κι ο Μήτρος
του παρήγγειλε να ξεκόψει από το λαγούμι οχτώ άλογα και να τα φέρει στο σπίτι.
Ο Γιώργος που ήξερε πως ο αδερφός του γινόταν θηρίο αν δεν έκανε αμέσως ότι του
παρήγγειλε, πήγε στο λαγούμι την ίδια νύχτα, καβαλίκεψε ένα άλογο κι έφερε τ’
άλογα στον αδερφό του. Η νύχτα ήταν σκοτεινή κι ο Μήτρος μετρούσε τ’ άλογα κι
έβλεπε πως ήταν εφτά και όχι οχτώ καθώς είχε παραγγείλει. Φαντάστηκε πως μπορεί
να χάθηκε κανένα στο δρόμο και λέει του Γιώργου να τρέξει γρήγορα να το βρει,
γιατί αλίμονο του αν χαθεί τ’ άλογο.
Φεύγει καθώς ήταν καβάλα ο Γιώργος τρομαγμένος.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, γυρίζει λόγγους και βουνά, αλλά πουθενά να το βρει
τ’ άλογο. Όταν ζύγωνε στο σπίτι, ο Μήτρος, που από το ποδοβολητό κατάλαβε πως ο
Γιώργος δεν έφερνε κι άλλο άλογο, από το θυμό του και τη λύσσα του χύνεται
καταπάνω στον αδερφό του και προτού προφτάσει αυτός ν’ ανοίξει το στόμα του και
να του πει ένα λόγο, του έδωσε πολλές μαχαιριές και τον σκότωσε. Κι εκεί που
τον χτυπούσε τον ρωτούσε με τα χάχανα:
Γιώργο, Γιώργο, Γιώργο:
Το
‘βρες, το ‘βρες τ’ άλογο;
Χα,
χα, χα, χα, χα!
Ο Γιώργος έπεσε κάτω νεκρός και τ’ άλογο που
καβαλίκευε πήγε ν’ ανακατωθεί με τ’ άλλα.
Ο φονιάς ζυγώνει στα άλογα και τα ξαναμετράει, για
να δικαιολογηθεί πως καλά έκανε, αλλά τι να δει! Αντί για εφτά τα βρίσκει οχτώ.
Ξαναμετράει και πάλι τα βρίσκει οχτώ. Τότε κατάλαβε πως πρωτύτερα δεν έβανε στο
μέτρημα το άλογο που καβαλίκευε ο Γιώργος. Μετάνιωσε πικρά για το μεγάλο κρίμα
που’ κανε και κλαίγοντας παρακάλεσε το Θεό να τον κάνει πουλί, να γυρίζει τη
νύχτα και να λέει για τιμωρία κείνα που έλεγε στον αδερφό του με τα χάχανα,
όταν τον σκότωνε:
Γιώργο, Γιώργο, Γιώργο:
Το
‘βρες, το ‘βρες τ’ άλογο;
Χα,
χα, χα, χα, χα!
Ο Θεός τον έκανε πουλί
που να τριγυρνάει τη νύχτα και να φωνάζει ολοένα αυτά τα λόγια. Και δεν ξέρεις
αν λέγοντας τα κλαίει ή γελάει.