Τελευταία νέα :

Ο μύθος της Νάξου!!


Η Νάξος είναι η μεγαλύτερη και η πιο πυκνοφυτεμένη από τις Κυκλάδες. Οι κάτοικοι της δε συνηθίζουν να αρμενίζουν στη θάλασσα. Καλλιεργούν τη γη.

Εκεί, στη Νάξο είναι πολλοί που θυμούνται παλιές ιστορίες και τις λένε στους άλλους. Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας γέρος που ήξερε πολλά για το νησί και τους ανθρώπους του. Αυτός έλεγε:

-Παιδί μου, του παλιού καιρού οι άνθρωποι ήταν χεροδύναμοι. Δεν ήταν νιάνιαρα σαν τους σημερινούς. Εμένα μου το ‘χει πει ο παππούλης μου. Μπορούσαν να σηκώσουν με το χέρι ετούτο τον βράχο και να σβουρίξει ώσπου θωρεί το μάτι σου. Η ανθρωπότητα όμως αχάμνησε. Ο παππούλης μου έλεγε πως θε να ‘ρθει ένας καιρός να γίνουν οι άνθρωποι τόσο μικροί που ν’ ανεβαίνουν στη ρεβιθιά και να τινάζουν τα ρεβίθια.

Ο ίδιος ο γέρος διηγούνταν και το μύθο του Διόνυσου που πρωτοφύτεψε την Άμπελο στη Νάξο.

Όταν ο Διόνυσος ήταν ακόμα μικρός, έλεγε ο γέρος, έκανε ένα ταξίδι. Από τη Στερεά Ελλάδα πήγαινε στη Νάξο. Ο δρόμος ήταν μακρύς. Κουράστηκε κι έκατσε σε μια πέτρα να ξαποστάσει.

Εκεί που καθότανε και κοίταζε μπροστά του θωρεί στα πόδια του ένα φυτό που του φάνηκε πολύ όμορφο. Σκέφτηκε λοιπόν να το πάρει μαζί του και να το φυτέψει εκεί που θα πήγαινε.

Ο Διόνυσος ξερίζωσε το φυτό. Φοβήθηκε όμως πως μπορούσε να ξεραθεί στο δρόμο. Η Νάξος ήταν ακόμα μακριά. Ο ήλιος έκαιγε. Για να το προφυλάξει, το έχωσε σ’ ένα κόκαλο πουλιού που βρήκε χάμω. Και ξεκίνησε.



Στο δρόμο, τι να δει. Το φυτό μεγάλωνε τόσο γρήγορα, που τα βλαστάρια του είχαν αρχίσει να βγαίνουν από τις δυο άκρες του κόκαλου. Ο Διόνυσος στενοχωρήθηκε. Δεν ήξερε πώς να βρει τρόπο να προφυλάξει το φυτό για να μην το ξεράνει ο ήλιος. Για καλή τύχη, εκεί που πήγαινε βρήκε ένα κόκαλο λιονταριού. Το σήκωσε κι έχωσε εκεί μέσα το κόκαλο του πουλιού με το φυτό. Όμως σε λίγο γινήκαν πάλι τα ίδια. Το φυτό μεγάλωσε. Από τις δυο άκρες του κόκαλου του λιονταριού, ξεπρόβαλαν τα βλαστάρια του.

Ψάχνοντας γύρω του να βρει κάτι που θα μπορούσε να χώσει το φυτό, ο Διόνυσος βρήκε ένα κόκαλο από το γοφό ενός γαϊδάρου. Εκεί μέσα έχωσε το κόκαλο του λιονταριού, που είχε μέσα το κοκαλάκι του πουλιού με το φυτό. Και όσο μπορούσε πιο γρήγορα, έβαλε πλώρη για τη Νάξο.

Μόλις πάτησε το πόδι του στο νησί, πρώτη του δουλειά στάθηκε να βγάλει το φυτό από τα κόκαλα για να το φυτέψει. Όμως άδικα πάλεψε να το ξεκολλήσει. Το φυτό ήταν τόσο σφιχτά κολλημένο στα κόκαλα, που ο Διόνυσος δεν κατάφερε να το βγάλει. Αφού δε γινόταν αλλιώς, το φύτεψε όπως ήταν, μαζί με τα τρία κόκαλα.

Το φυτό μεγάλωσε γρήγορα κι έβγαλε ωραία σταφύλια. Με αυτά τα σταφύλια ο Διόνυσος έκανε το πρώτο κρασί κι έδωσε στους ανθρώπους να πιούνε. Εκείνο που έγινε, ήταν αφάνταστο. Όποιος έπινε από αυτό το ποτό, έπιανε το τραγούδι και τραγουδούσε σαν πουλί. Άμα έπινε περισσότερο, γινόταν δυνατός σαν λιοντάρι. Και άμα έπινε ακόμα πιο πολύ, φερνότανε σαν γάιδαρος. 
Share this article :
 
076b65a724f22ef67b5852082fb44d164d207e241a4a7f7871